σύγχυση

σύγχυση
[-ις (-εως)] η
1) путаница, недоразумение;

δημιουργώ σύγχυση — вносить путаницу;

2) смешение, путаница;

σύγχυση γλωσσών (εννοιών) — смешение языков (понятий);

3) волнение, расстройство;

μας εβαλε σε μεγάλη σύγχυση — он нас очень расстроил;

4) смущение, замешательство; смятение;

προκαλώ σύγχυση — смущать, вызывать замешательство, смятение, приводить в замешательство;

φέρνω σύγχυση — вносить замешательство;

επιφέρω σύγχυση στίς γραμμές τού εχθρού — расстраивать ряды противника;

5) раздражение, возмущение;

σύγχυση ειρήνης — возмущение спокойствия;

6) волнение, бунт, мятеж;

σύγχυση πολιτείας — страна охвачена волнениями;

7) юр. аффект;

διατελώ εν πλήρει (εν μετρία) σύγχύσει — находиться в состоянии полного (частичного) аффекта;

8) астр. возмущение;

§ σύγχυση διανοητική — умственное расстройство


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "σύγχυση" в других словарях:

  • σύγχυση — σύγχυση, η και σύχυση, η 1. συσκότιση, μπέρδεμα: Υπάρχει σύγχυση γύρω από το θέμα των εκλογών. 2. ψυχική αναστάτωση: Δεν μπόρεσε να κρύψει τη σύγχυσή του για τη συμπεριφορά μας. – Βρισκόταν σε σύγχυση, όταν έκανε το έγκλημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σύγχυση — η / σύγχυσις, ύσεως. ΝΜΑ, και σύχυση Ν [συγχέω] 1. ανακάτεμα, μπέρδεμα (α. «σύγχυση γλωσσῶν» β. «διαιρῶν τὴν καθ ὁμωνυμίαν σύγχυσιν», Ευστ. γ. [για τον πύργο τής Βαβέλ] «διὰ τοῡτο ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτῆς Σύγχυσις, ὅτι ἐκεῑ συνέχεε κύριος τὰ χείλη… …   Dictionary of Greek

  • συγχύσῃ — συγχύσηι , σύγχυσις mixture fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βαβέλ — I (Babel). Σημιτική ονομασία της εξελληνισμένης Βαβυλώνας. Η λέξη αυτή διατηρήθηκε μέχρι σήμερα, από την εποχή που γράφτηκε το 11ο βιβλίο της Γένεσης, όπου περιγράφεται η ιστορία του ομώνυμου πύργου. Στα εβραϊκά σημαίνει σύγχυση και αναφέρεται… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Καμπότζη — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Καμπότζης Έκταση: 181.040 τ. χλμ. Πληθυσμός: 12.775.324 (2002) Πρωτεύουσα: Πνομ Πενχ (999.804 κάτ. το 1998)Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας, στη χερσόνησο της Ινδοκίνας. Συνορεύει στα Δ και στα ΒΔ με την Ταϊλάνδη,… …   Dictionary of Greek

  • άνω — (I) ἄνω (Α) 1. διανύω, τελειώνω 2. παθ. (κυρίως για χρονική περίοδο) φθάνω στο τέρμα, προχωρώ προς το τέλος μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνFω. Παράλληλος τ. του ανύω, που απαντά στον Όμηρο, στον Ηρόδοτο και στους ποιητές]. (II) (Α ἄνω) επίρρ. 1. επάνω 2.… …   Dictionary of Greek

  • ανταρεύω — [αντάρα] 1. προκαλώ σύγχυση, ταραχή, ανησυχία, αναστάτωση 2. εμπλέκω σε κάτι, μπλέκω, μπερδεύω 3. βρίσκομαι σε ταραχή, σε σύγχυση 4. σκοτεινιάζω, συννεφιάζω …   Dictionary of Greek

  • βαβυλωνία — Κωμωδία του Δημ. Βυζάντιου. Αφίσα από θεατρική παράσταση της κωμωδίας «Βαβυλωνία» του 1879. * * * η 1. σύγχυση, οχλαγωγία 2. (ως κυρ. όν.) Βαβυλωνία κλασική κωμωδία του νεοελληνικού θεάτρου, έργο του Δ. Βυζαντίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Βαβυλώνα (αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • δικαίωμα — Ο όρος δ. έχει γενική έννοια και εκφράζει κάθε εξουσία ή προνόμιο, καθώς επίσης και κάθε ευχέρεια που αναγνωρίζουν οι νόμοι (θετικό δίκαιο) ή τα έθιμα σε ένα πρόσωπο. Παράλληλα, αναφέρεται και στη δυνατότητα που έχουν τα άτομα να διεκδικήσουν… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»